μακροβιοτική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μακροβιοτική < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική macrobiotics < αρχαία ελληνική μακρός + βιωτικός < βίος
Ουσιαστικό επεξεργασία
μακροβιοτική θηλυκό
- (νεολογισμός) η προσπάθεια επίτευξης μια μακρόχρονης και καλής ζωής με υγιεινή διατροφή, γύμναση και άλλες μεθόδους
Μεταφράσεις επεξεργασία
μακροβιοτική