Ετυμολογία

επεξεργασία
μακρήγορος < μακρ- + αρχαία ελληνική -ήγορος → δείτε τις λέξεις ἀγορά και ἀγορεύω

  Επίθετο

επεξεργασία

μακρήγορος

Συγγενικά

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / μακρήγορος τὸ μακρήγορον
      γενική τοῦ/τῆς μακρηγόρου τοῦ μακρηγόρου
      δοτική τῷ/τῇ μακρηγόρ τῷ μακρηγόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν μακρήγορον τὸ μακρήγορον
     κλητική ! μακρήγορε μακρήγορον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ μακρήγοροι τὰ μακρήγορ
      γενική τῶν μακρηγόρων τῶν μακρηγόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς μακρηγόροις τοῖς μακρηγόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς μακρηγόρους τὰ μακρήγορ
     κλητική ! μακρήγοροι μακρήγορ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μακρηγόρω τὼ μακρηγόρω
      γεν-δοτ τοῖν μακρηγόροιν τοῖν μακρηγόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές


ζητούμενο λήμμα