Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μακιαβελισμός οι μακιαβελισμοί
      γενική του μακιαβελισμού των μακιαβελισμών
    αιτιατική τον μακιαβελισμό τους μακιαβελισμούς
     κλητική μακιαβελισμέ μακιαβελισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μακιαβελισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική machiavélisme[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ma.ca.ve.liˈzmos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μακιαβελισμός αρσενικό

  1. (πολιτική) η πολιτική θεωρία σύμφωνα με την οποία η κυβέρνηση ή ηγεμόνας άλλοτε μίας χώρας, εκτιμώντας τις περιστάσεις, μεταχειρίζεται οποιοδήποτε μέσο, ηθικά ορθό η μη, προκειμένου να προστατεύσει το κράτος του
  2. (κατ’ επέκταση) η αμοραλιστική στάση και πρακτική σύμφωνα με την οποία επιτρέπεται η άρση κάθε ηθικού φραγμού, μηχανορραφία και δολοπλοκία για την επίτευξη προσωπικών στόχων, ακόμα και άνομων, στα πλαίσια των ρυθμιστικών κανόνων μιας κοινωνικής ομάδας ή οποιασδήποτε μορφής κοινότητας

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία