μακιαβελισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μακιαβελισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική machiavélisme[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ma.ca.ve.liˈzmos/
Ουσιαστικό επεξεργασία
μακιαβελισμός αρσενικό
- (πολιτική) η πολιτική θεωρία σύμφωνα με την οποία η κυβέρνηση ή ηγεμόνας άλλοτε μίας χώρας, εκτιμώντας τις περιστάσεις, μεταχειρίζεται οποιοδήποτε μέσο, ηθικά ορθό η μη, προκειμένου να προστατεύσει το κράτος του
- (κατ’ επέκταση) η αμοραλιστική στάση και πρακτική σύμφωνα με την οποία επιτρέπεται η άρση κάθε ηθικού φραγμού, μηχανορραφία και δολοπλοκία για την επίτευξη προσωπικών στόχων, ακόμα και άνομων, στα πλαίσια των ρυθμιστικών κανόνων μιας κοινωνικής ομάδας ή οποιασδήποτε μορφής κοινότητας
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μακιαβελισμός
- ↑ μακιαβελισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας