Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

μακιαβελισμοί

  1. μακιαβελισμός, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. μακιαβελισμός, στην κλητική του πληθυντικού