μακιαβελισμό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαμακιαβελισμό
- μακιαβελισμός, στην αιτιατική του ενικού
μακιαβελισμό, ουδέτερο του μακιαβελισμός
- στην ονομαστική του ενικού
- στην αιτιατική του ενικού
- στην κλητική του ενικού