Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

μακιαβελισμό

  1. μακιαβελισμός, στην αιτιατική του ενικού

μακιαβελισμό, ουδέτερο του μακιαβελισμός

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού