↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μακαρίτικος η μακαρίτικη το μακαρίτικο
      γενική του μακαρίτικου της μακαρίτικης του μακαρίτικου
    αιτιατική τον μακαρίτικο τη μακαρίτικη το μακαρίτικο
     κλητική μακαρίτικε μακαρίτικη μακαρίτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μακαρίτικοι οι μακαρίτικες τα μακαρίτικα
      γενική των μακαρίτικων των μακαρίτικων των μακαρίτικων
    αιτιατική τους μακαρίτικους τις μακαρίτικες τα μακαρίτικα
     κλητική μακαρίτικοι μακαρίτικες μακαρίτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μακαρίτικος < αρχαία ελληνική μάκαρ

  Επίθετο

επεξεργασία

μακαρίτικος

  1. σχετικός με κάποιον που πέθανε
  2. κάτι που έχει τελειώσει

  Μεταφράσεις

επεξεργασία