Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μακαρίτικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μακαρίτικ
ος
η
μακαρίτικ
η
το
μακαρίτικ
ο
γενική
του
μακαρίτικ
ου
της
μακαρίτικ
ης
του
μακαρίτικ
ου
αιτιατική
τον
μακαρίτικ
ο
τη
μακαρίτικ
η
το
μακαρίτικ
ο
κλητική
μακαρίτικ
ε
μακαρίτικ
η
μακαρίτικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μακαρίτικ
οι
οι
μακαρίτικ
ες
τα
μακαρίτικ
α
γενική
των
μακαρίτικ
ων
των
μακαρίτικ
ων
των
μακαρίτικ
ων
αιτιατική
τους
μακαρίτικ
ους
τις
μακαρίτικ
ες
τα
μακαρίτικ
α
κλητική
μακαρίτικ
οι
μακαρίτικ
ες
μακαρίτικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μακαρίτικος
<
αρχαία ελληνική
μάκαρ
Επίθετο
επεξεργασία
μακαρίτικος
σχετικός με κάποιον που πέθανε
κάτι που έχει τελειώσει
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μακαρίτικος
αγγλικά
:
dead
(en)