μαιευτική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαιευτική | ||
γενική | της | μαιευτικής | ||
αιτιατική | τη | μαιευτική | ||
κλητική | μαιευτική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαιευτική < θηλυκό του επιθέτου μαιευτικός (η μαιευτική τέχνη)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαιευτική θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (ιατρική) ο κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με την παρακολούθηση και παροχή ιατρικών υπηρεσιών σε εγκυμονούσες γυναίκες, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του τοκετού
- (φιλοσοφία) η διαλεκτική μέθοδος που εξασκούσε ο Σωκράτης, ο οποίος με τις κατάλληλες ερωτήσεις οδηγούσε τον συνομιλητή του στην ανακάλυψη της αλήθειας
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κλάδος της ιατρικής
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαμαιευτική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του μαιευτικός