obstetrics
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαobstetrics (en)
plural noun. usually treated as singular
πληθυντικό ουσιαστικό με χρήση ως ενικού (πχ όπως physics)
- (ιατρική) υπερώνυμο της μαιευτικής (midwifery) και της χειρουργικής μαιευτικής