Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαθητάριι τα μαθητάριια
      γενική του μαθηταριίου των μαθηταριίων
    αιτιατική το μαθητάριι τα μαθητάριια
     κλητική μαθητάριι μαθητάριια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαθητάριο < καθαρεύουσα μαθητάριον. Μορφολογικά αναλύεται σε μαθητής + -άριο (μαρτυρείται από το 1782)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ma.θiˈta.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐θη‐τά‐ρι‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαθητάριο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.

  Πηγές επεξεργασία