μαθηταρούδι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μαθηταρούδι | τα | μαθηταρούδια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μαθηταρούδι | τα | μαθηταρούδια |
κλητική | μαθηταρούδι | μαθηταρούδια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαθηταρούδι < μαθητάρ(ιο) + υποκοριστικό επίθημα -ούδι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ma.θi.taˈɾu.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐θη‐τα‐ρού‐δι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαθηταρούδι ουδέτερο
- (εκπαίδευση, μειωτικό) υποκοριστικό του μαθητάριο, το μαθητούδι
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαθηταρούδι
→ δείτε τη λέξη μαθητούδι |
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- μαθηταρούδι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)