καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μαθητάριον τὰ μαθητάρια
      γενική τοῦ μαθηταρίου τῶν μαθηταρίων
      δοτική τῷ μαθηταρί τοῖς μαθηταρίοις
    αιτιατική τὸ μαθητάριον τὰ μαθητάρια
     κλητική ! μαθητάριον μαθητάρια
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαθητάριον < μαθητ(ής) + -άριον (μαρτυρείται από το 1782)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ma.θiˈta.ɾi.on/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐θη‐τά‐ρι‐ον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαθητάριον ουδέτερο