μαγνητοστατικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία.
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαγνητοστατικός < μαγνητοστατική, η επιστήμη
Επίθετο
επεξεργασίαμαγνητοστατικός, ή, ό
- που σχετίζεται με τα φαινόμενα των μόνιμων μαγνητικών πεδίων, με τη μαγνητοστατική
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαγνητοστατικός