Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η μαγνητοστατική
      γενική της μαγνητοστατικής
    αιτιατική τη μαγνητοστατική
     κλητική μαγνητοστατική
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαγνητοστατική < μαγνήτ(ης) + -ο- + στατική, λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική magnetostatics

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαγνητοστατική θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

μαγνητοστατική

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία