Δείτε επίσης: Μαγκλάρας, Μαγκλαράς
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαγκλαράς οι μαγκλαράδες
      γενική του μαγκλαρά των μαγκλαράδων
    αιτιατική τον μαγκλαρά τους μαγκλαράδες
     κλητική μαγκλαρά μαγκλαράδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαγκλαράς < Κατά το Λεξικό Τριανταφυλλίδη,[1] άγνωστης ετυμολογίας. Το Λεξικό Μπαμπινιώτη του 2002[2] το συνδέει με το μέγκλος ή τη μέγκλα με αφομοίωση, ενώ στο Ετυμολογικό Μπαμπινιώτη,[3] δεν αναφέρεται η λέξη στο λήμμα «μέγκλα».

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαγκλαράς αρσενικό (θηλυκό μαγκλαρού)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. μαγκλαράς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.