Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαγιονέζα οι μαγιονέζες
      γενική της μαγιονέζας
    αιτιατική τη μαγιονέζα τις μαγιονέζες
     κλητική μαγιονέζα μαγιονέζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαγιονέζα < (άμεσο δάνειο) γαλλική mayonnaise +
 
Ένα βάζο με μαγιονέζα.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ma.ʝoˈne.za/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐γιο‐νέ‐ζα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαγιονέζα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία