Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μαγγανιούχος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μαγγανιούχ
ος
η
μαγγανιούχ
α
το
μαγγανιούχ
ο
γενική
του
μαγγανιούχ
ου
της
μαγγανιούχ
ας
του
μαγγανιούχ
ου
αιτιατική
τον
μαγγανιούχ
ο
τη
μαγγανιούχ
α
το
μαγγανιούχ
ο
κλητική
μαγγανιούχ
ε
μαγγανιούχ
α
μαγγανιούχ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μαγγανιούχ
οι
οι
μαγγανιούχ
ες
τα
μαγγανιούχ
α
γενική
των
μαγγανιούχ
ων
των
μαγγανιούχ
ων
των
μαγγανιούχ
ων
αιτιατική
τους
μαγγανιούχ
ους
τις
μαγγανιούχ
ες
τα
μαγγανιούχ
α
κλητική
μαγγανιούχ
οι
μαγγανιούχ
ες
μαγγανιούχ
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μαγγανιούχος
<
μαγγάνιο
+
-ούχος
Επίθετο
επεξεργασία
μαγγανιούχος, -α, -ο
(
χημεία
): χημική ένωση που φέρει στο μόριό της άτομο
μαγγανίου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μαγγανιούχος