Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαίευση οι μαιεύσεις
      γενική της μαίευσης* των μαιεύσεων
    αιτιατική τη μαίευση τις μαιεύσεις
     κλητική μαίευση μαιεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μαιεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαίευση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μαίευσις

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈme.ef.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαί‐ευ‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαίευση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη μαιευτήρας

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.