εκμαίευση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκμαίευση | οι | εκμαιεύσεις |
γενική | της | εκμαίευσης* | των | εκμαιεύσεων |
αιτιατική | την | εκμαίευση | τις | εκμαιεύσεις |
κλητική | εκμαίευση | εκμαιεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκμαιεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεκμαίευση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εκμαιεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκμαίευση