γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
λῡσοντ-
ονομαστική λύσων λύσουσ τὸ λῦσον
      γενική τοῦ λύσοντος τῆς λυσούσης τοῦ λύσοντος
      δοτική τῷ λύσοντ τῇ λυσούσ τῷ λύσοντ
    αιτιατική τὸν λύσοντ τὴν λύσουσᾰν τὸ λῦσον
     κλητική ! λύσων λύσουσ λῦσον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ λύσοντες αἱ λύσουσαι τὰ λύσοντ
      γενική τῶν λυσόντων τῶν λυσουσῶν τῶν λυσόντων
      δοτική τοῖς λύσουσῐ(ν) ταῖς λυσούσαις τοῖς λύσουσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς λύσοντᾰς τὰς λυσούσᾱς τὰ λύσοντ
     κλητική ! λύσοντες λύσουσαι λύσοντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λύσοντε τὼ λυσούσ τὼ λύσοντε
      γεν-δοτ τοῖν λυσόντοιν τοῖν λυσούσαιν τοῖν λυσόντοιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύων' όπως «λύων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

λύσων, -ουσα, -ον [ῡ]