λυσσιάρικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαλυσσιάρικος
- (κυριολεκτικά, μεταφορικά) άλλη μορφή του λυσσάρης
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη λύσσα
Μεταφράσεις
επεξεργασία λυσσιάρικος
|