↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λυσσιάρικος η λυσσιάρικη το λυσσιάρικο
      γενική του λυσσιάρικου της λυσσιάρικης του λυσσιάρικου
    αιτιατική τον λυσσιάρικο τη λυσσιάρικη το λυσσιάρικο
     κλητική λυσσιάρικε λυσσιάρικη λυσσιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λυσσιάρικοι οι λυσσιάρικες τα λυσσιάρικα
      γενική των λυσσιάρικων των λυσσιάρικων των λυσσιάρικων
    αιτιατική τους λυσσιάρικους τις λυσσιάρικες τα λυσσιάρικα
     κλητική λυσσιάρικοι λυσσιάρικες λυσσιάρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λυσσιάρικος < λυσσιάρης + -ικος

  Επίθετο

επεξεργασία

λυσσιάρικος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία