λυσίπονος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λυσίπονος < αρχαία ελληνική, μορφολογικά αναλύεται λυσί- + -πονος
Επίθετο επεξεργασία
λυσίπονος, -η, -ο
- που διώχνει τον πόνο
Μεταφράσεις επεξεργασία
λυσίπονος
|
λυσίπονος, -η, -ο
|