Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λούπα οι λούπες
      γενική της λούπας
    αιτιατική τη λούπα τις λούπες
     κλητική λούπα λούπες
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λούπα < (άμεσο δάνειο) γαλλική loupe
για την επαναλαμβανόμενη ενέργεια < (άμεσο δάνειο) αγγλική loop

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λούπα θηλυκό

  1. ειδικός μεγεθυντικός φακός που χρησιμοποιείται στην τυπογραφία για τον έλεγχο των εκτυπώσεων
  2. επαναλαμβανόμενη ενέργεια

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία