↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λούπα οι λούπες
      γενική της λούπας
    αιτιατική τη λούπα τις λούπες
     κλητική λούπα λούπες
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λούπα < (άμεσο δάνειο) γαλλική loupe
για την επαναλαμβανόμενη ενέργεια < (άμεσο δάνειο) αγγλική loop

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λούπα θηλυκό

  1. ειδικός μεγεθυντικός φακός που χρησιμοποιείται στην τυπογραφία για τον έλεγχο των εκτυπώσεων
  2. επαναλαμβανόμενη ενέργεια

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία