λούπα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λούπα | οι | λούπες |
γενική | της | λούπας | — | |
αιτιατική | τη | λούπα | τις | λούπες |
κλητική | λούπα | λούπες | ||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λούπα < (άμεσο δάνειο) γαλλική loupe
- για την επαναλαμβανόμενη ενέργεια < (άμεσο δάνειο) αγγλική loop
Ουσιαστικό επεξεργασία
λούπα θηλυκό
- ειδικός μεγεθυντικός φακός που χρησιμοποιείται στην τυπογραφία για τον έλεγχο των εκτυπώσεων
- επαναλαμβανόμενη ενέργεια