λούμπεν προλεταριάτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λούμπεν προλεταριάτο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Lumpenproletariat < Lump (κουρέλι)[1] + -en- + Proletariat < λατινική proletarius < proles (απόγονος)
Ουσιαστικό επεξεργασία
λούμπεν προλεταριάτο ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
λούμπεν προλεταριάτο
|
Πηγές επεξεργασία
- προλεταριάτο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- προλεταριάτο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ < μέση άνω γερμανική lumpe < πρωτογερμανική *limpaną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)lemb- / *(s)lembʰ-