↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λούμπεν προλεταριάτο τα λούμπεν προλεταριάτα
      γενική του λούμπεν προλεταριάτου των λούμπεν προλεταριάτων
    αιτιατική το λούμπεν προλεταριάτο τα λούμπεν προλεταριάτα
     κλητική λούμπεν προλεταριάτο λούμπεν προλεταριάτα
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λούμπεν προλεταριάτο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Lumpenproletariat < Lump (κουρέλι)[1] +‎ Proletariat (< λατινική proletarius < proles: ο απόγονος)· → δείτε και τις λέξεις λούμπεν και προλεταριάτο

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

λούμπεν προλεταριάτο ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία