λούμπεν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λούμπεν < (άμεσο δάνειο) γερμανική Lumpen (κουρέλι) < μέση άνω γερμανική lumpe < πρωτογερμανική *limpaną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)lemb- / *(s)lembʰ-
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈlu.ben/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λού‐μπεν
Επίθετο
επεξεργασίαλούμπεν άκλιτο
- (παρωχημένο) που έχει χάσει τα προνόμια της τάξης στην οποία ανήκει
- που χαρακτηρίζει τα άτομα που ανήκουν στο λούμπεν προλεταριάτο