λουτρώνας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λουτρώνας < αρχαία ελληνική λουτρών < λουτρόν < λούω
Ουσιαστικό επεξεργασία
λουτρώνας αρσενικό
- (αρχαιολογία) ειδικά διαμορφωμένος χώρος με λουτρικές εγκαταστάσεις για την εξυπηρέτηση των επισκεπτών που προσέρχονται για το λουτρό τους
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λουτρώνας