Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λουτρών οἱ λουτρῶνες
      γενική τοῦ λουτρῶνος τῶν λουτρώνων
      δοτική τῷ λουτρῶν τοῖς λουτρῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν λουτρῶν τοὺς λουτρῶνᾰς
     κλητική ! λουτρών λουτρῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λουτρῶνε
γεν-δοτ τοῖν  λουτρώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λουτρών < λουτρ(όν) + -ών < λούω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λουτρών, -ῶνος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη λουτρόν

  Πηγές επεξεργασία