↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λουμπίνα οι λουμπίνες
      γενική της λουμπίνας
    αιτιατική τη λουμπίνα τις λουμπίνες
     κλητική λουμπίνα λουμπίνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λουμπίνα < άγνωστης ετυμολογίας,[1] ίσως λούμπ(εν) + -ίνα[2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /luˈbi.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λου‐μπί‐να

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λουμπίνα θηλυκό

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. λουμπίνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας