λουμπινιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λουμπινιά | οι | λουμπινιές |
γενική | της | λουμπινιάς | των | λουμπινιών |
αιτιατική | τη | λουμπινιά | τις | λουμπινιές |
κλητική | λουμπινιά | λουμπινιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λουμπινιά < λουμπίν(α) + -ιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλουμπινιά θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λουμπινιά
|