↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λογισθείς η λογισθείσα το λογισθέν
      γενική του λογισθέντος της λογισθείσας
λογισθείσης*
του λογισθέντος
    αιτιατική τον λογισθέντα τη λογισθείσα το λογισθέν
     κλητική λογισθείς λογισθείσα λογισθέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λογισθέντες οι λογισθείσες τα λογισθέντα
      γενική των λογισθέντων των λογισθεισών των λογισθέντων
    αιτιατική τους λογισθέντες τις λογισθείσες τα λογισθέντα
     κλητική λογισθέντες λογισθείσες λογισθέντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «παρευρεθείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λογισθείς < αρχαία ελληνική λογισθείς, μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος λογίζομαι

  Επίθετο

επεξεργασία

λογισθείς

  Μεταφράσεις

επεξεργασία