λογικοκρατία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λογικοκρατία | οι | λογικοκρατίες |
γενική | της | λογικοκρατίας | — | |
αιτιατική | τη | λογικοκρατία | τις | λογικοκρατίες |
κλητική | λογικοκρατία | λογικοκρατίες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λογικοκρατία θηλυκό
- (φιλοσοφία) φιλοσοφική θεωρία που βασίζεται στη λογική
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- λογικοκράτης
- λογικοκρατικός
- → δείτε τις λέξεις λογική, λόγος και κρατώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
λογικοκρατία
|