λιχούδικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λιχούδικος < λιχούδης + -ικος < μεσαιωνική ελληνική λιχούδης < αρχαία ελληνική λείχω
Επίθετο επεξεργασία
λιχούδικος, -α, -ικο
- που έχει σχέση με τον λιχούδη ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λιχούδικος
|