Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιτρομέτρηση οι λιτρομετρήσεις
      γενική της λιτρομέτρησης των λιτρομετρήσεων
    αιτιατική τη λιτρομέτρηση τις λιτρομετρήσεις
     κλητική λιτρομέτρηση λιτρομετρήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιτρομέτρηση (νεολογισμός) < λίτρ(ο) + -ο- + -μέτρηση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λιτρομέτρηση θηλυκό

  • η μέτρηση των λίτρων ενός υγρού ή αερίου που υπάρχει σε μια δεξαμενή
    ※  Σύμφωνα με ανακοίνωση της ΕΛ.ΑΣ κατά τη διάρκεια του ελέγχου διενεργήθηκε λιτρομέτρηση και διαπιστώθηκε ότι το συγκεκριμένο πρατήριο εξαπατούσε τους ανυποψίαστους οδηγούς, προμηθεύοντας καύσιμα για ανεφοδιασμό των οχημάτων τους με αποκλίσεις άνω του επιτρεπτού ορίου και σε σημαντικό ποσοστό που προσέγγιζε το 5% λιγότερο από την ένδειξη της αντλίας. (* εφημερίδα Το Βήμα)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία