λισίβα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λισίβα | οι | λισίβες |
γενική | της | λισίβας | — | |
αιτιατική | τη | λισίβα | τις | λισίβες |
κλητική | λισίβα | λισίβες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λισίβα < ιταλική lisciva (μορφή του liscivia) < λατινική lixivia < lixiva < lixivus < lix / lixa (αλισίβα) + -ivus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wleykʷ- (ρευστός, υγρός)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλισίβα θηλυκό
- άλλη μορφή του αλισίβα
Μεταφράσεις
επεξεργασία λισίβα
|