λιποκιβώτιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λιποκιβώτιο | τα | λιποκιβώτια |
γενική | του | λιποκιβώτιου & λιποκιβωτίου |
των | λιποκιβώτιων & λιποκιβωτίων |
αιτιατική | το | λιποκιβώτιο | τα | λιποκιβώτια |
κλητική | λιποκιβώτιο | λιποκιβώτια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λιποκιβώτιο ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
λιποκιβώτιο
|