↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λιξούρης η λιξούρα το λιξούρικο
      γενική του λιξούρη της λιξούρας του λιξούρικου
    αιτιατική τον λιξούρη τη λιξούρα το λιξούρικο
     κλητική λιξούρη λιξούρα λιξούρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιξούρηδες οι λιξούρες τα λιξούρικα
      γενική των λιξούρηδων των λιξούρικων
    αιτιατική τους λιξούρηδες τις λιξούρες τα λιξούρικα
     κλητική λιξούρηδες λιξούρες λιξούρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λιξούρης < από το αρχικό ασθενές θέμ- (λιχ-) του ρ. λείχω= γλείφω· μέλλων λείξω.

  Επίθετο

επεξεργασία

λιξούρης, -α, -ικο

  • που καταβροχθίζει και ονειρεύεται λουκούλια γεύματα, ο λαίμαργος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία