λιμνιώτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λιμνιώτικος < Λιμνιώτ(ης) + -ικος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /liˈmɲo.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐μνιώ‐τι‐κος
Επίθετο
επεξεργασίαλιμνιώτικος, -η, -ο
- ο σχετικός με τη Λίμνη ή τους κατοίκους της
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λιμνιώτικος
|