λιγουρευτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λιγουρευτός < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /li.ɣu.ɾeˈftos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐γου‐ρευ‐τός
Επίθετο
επεξεργασίαλιγουρευτός, -ή, -ό
- που δημιουργεί πόθο, επιθυμία
Μεταφράσεις
επεξεργασία λιγουρευτός
|