Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λιγοδύναμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λιγοδύναμ
ος
η
λιγοδύναμ
η
το
λιγοδύναμ
ο
γενική
του
λιγοδύναμ
ου
της
λιγοδύναμ
ης
του
λιγοδύναμ
ου
αιτιατική
τον
λιγοδύναμ
ο
τη
λιγοδύναμ
η
το
λιγοδύναμ
ο
κλητική
λιγοδύναμ
ε
λιγοδύναμ
η
λιγοδύναμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λιγοδύναμ
οι
οι
λιγοδύναμ
ες
τα
λιγοδύναμ
α
γενική
των
λιγοδύναμ
ων
των
λιγοδύναμ
ων
των
λιγοδύναμ
ων
αιτιατική
τους
λιγοδύναμ
ους
τις
λιγοδύναμ
ες
τα
λιγοδύναμ
α
κλητική
λιγοδύναμ
οι
λιγοδύναμ
ες
λιγοδύναμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
λιγοδύναμος
<
ελληνιστική κοινή
ὀλῐγοδῠ́νᾰμος
Επίθετο
επεξεργασία
λιγοδύναμος, -η, -ο
(
λόγιο
) που έχει
λίγη
/
μικρή
δύναμη
Άλλες μορφές
επεξεργασία
ολιγοδύναμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λιγοδύναμος
→
δείτε
τη λέξη
ολιγοδύναμος