λιγνιτογένεση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λιγνιτογένεση | οι | λιγνιτογενέσεις |
γενική | της | λιγνιτογένεσης* | των | λιγνιτογενέσεων |
αιτιατική | τη | λιγνιτογένεση | τις | λιγνιτογενέσεις |
κλητική | λιγνιτογένεση | λιγνιτογενέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, λιγνιτογενέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λιγνιτογένεση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική lignitogenesis < γαλλική lignite < λατινική lignum + αρχαία ελληνική γένεσις
Ουσιαστικό επεξεργασία
λιγνιτογένεση θηλυκό
- η διαδικασία γένεσης του λιγνίτη από το ηώκαινο μέχρι και το κατώτερο πλειστόκαινο
Μεταφράσεις επεξεργασία
λιγνιτογένεση