λιγαδούρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λιγαδούρα < (άμεσο δάνειο) βενετική łigadura < λατινική ligatura < ligo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leyǵ- (δένω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
λιγαδούρα θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λιγαδούρα
|