Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λευκωματικός η λευκωματική το λευκωματικό
      γενική του λευκωματικού της λευκωματικής του λευκωματικού
    αιτιατική τον λευκωματικό τη λευκωματική το λευκωματικό
     κλητική λευκωματικέ λευκωματική λευκωματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λευκωματικοί οι λευκωματικές τα λευκωματικά
      γενική των λευκωματικών των λευκωματικών των λευκωματικών
    αιτιατική τους λευκωματικούς τις λευκωματικές τα λευκωματικά
     κλητική λευκωματικοί λευκωματικές λευκωματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λευκωματικός < ελληνιστική κοινή λευκωματικός < αρχαία ελληνική λεύκωμα

  Επίθετο επεξεργασία

λευκωματικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία