λευκωματικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λευκωματικός < ελληνιστική κοινή λευκωματικός < αρχαία ελληνική λεύκωμα
Επίθετο επεξεργασία
λευκωματικός
- (ιατρική) που έχει σχέση με το λεύκωμα (του οφθαλμού), αναφέρεται σ’ αυτό ή συμβάλλει στη θεραπεία του
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λευκωματικός
|