λεπτολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λεπτολογικός < λεπτολόγ(ος) + -ικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίαλεπτολογικός -ή, -ό
- σχετικός με λεπτολόγο
Μεταφράσεις
επεξεργασία λεπτολογικός
|