λεπταίσθητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λεπταίσθητος < λεπτός + αίσθηση (όπως το ευαίσθητος)
Επίθετο
επεξεργασίαλεπταίσθητος
- αυτός που έχει λεπτά αισθήματα, που έχει τη δυνατότητα να νιώσει λεπτά αισθήματα
Μεταφράσεις
επεξεργασία λεπταίσθητος
|