λεπίδιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λεπίδιο | τα | λεπίδια |
γενική | του | λεπιδίου & λεπίδιου |
των | λεπιδίων |
αιτιατική | το | λεπίδιο | τα | λεπίδια |
κλητική | λεπίδιο | λεπίδια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λεπίδιο < ελληνιστική κοινή λεπίδιον (μικρή λεπίδα), υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού λεπίς. Μορφογολικά, λεπ(ίς) + -ίδιον
Ουσιαστικό επεξεργασία
λεπίδιο ουδέτερο
- (αρχαιολογία) μικρολιθικό εργαλείο, μικρολεπίδα, όπως οι λεπίδες της Ανώτερης Παλαιολιθικής περιόδου[1]
- (ταξινομία, βοτανική) → δείτε τις λέξεις Λεπίδιο και Lepidium
Δείτε επίσης επεξεργασία
για τη βοτανική:
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Glossary of archaeology στην αγγλόφωνη Βικιπαίδεια. Ανεύρεση: 2018.07.22.