λεκιθικός
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαλεκιθικός, -ή, -ό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη λέκιθος
Μεταφράσεις
επεξεργασία λεκιθικός
|
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
λεκιθικός, -ή, -ό
|