λειψερός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | λειψερός | η | λειψερή | το | λειψερό |
γενική | του | λειψερού | της | λειψερής | του | λειψερού |
αιτιατική | τον | λειψερό | τη | λειψερή | το | λειψερό |
κλητική | λειψερέ | λειψερή | λειψερό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | λειψεροί | οι | λειψερές | τα | λειψερά |
γενική | των | λειψερών | των | λειψερών | των | λειψερών |
αιτιατική | τους | λειψερούς | τις | λειψερές | τα | λειψερά |
κλητική | λειψεροί | λειψερές | λειψερά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λειψερός < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /li.pseˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λει‐ψε‐ρός
Επίθετο επεξεργασία
λειψερός, -ή, -ό
- που έχει ελαττώματα, ο ελαττωματικός
- ο ατελής
Μεταφράσεις επεξεργασία
λειψερός
→ δείτε τις λέξεις ατελής και ελαττωματικός |