λεγάμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λεγάμενος < από τον παθητικό παρακείμενο του ρήματος λέγω.
Μετοχή
επεξεργασίαλεγάμενος, -η, -ο
- ελαφρώς υποτιμητική αναφορά σε κάποιο πρόσωπο του οποίου το όνομα δεν αναφέρουμε
- αυτός με τον οποίο έχει ερωτική σχέση κάποια
- Και δε μας είπες, ρε παιδί μου, τι γίνεται με τον λεγάμενο;
Μεταφράσεις
επεξεργασία λεγάμενος