↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λεγάμενος η λεγάμενη το λεγάμενο
      γενική του λεγάμενου της λεγάμενης του λεγάμενου
    αιτιατική τον λεγάμενο τη λεγάμενη το λεγάμενο
     κλητική λεγάμενε λεγάμενη λεγάμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λεγάμενοι οι λεγάμενες τα λεγάμενα
      γενική των λεγάμενων των λεγάμενων των λεγάμενων
    αιτιατική τους λεγάμενους τις λεγάμενες τα λεγάμενα
     κλητική λεγάμενοι λεγάμενες λεγάμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λεγάμενος < από τον παθητικό παρακείμενο του ρήματος λέγω.

λεγάμενος, -η, -ο

  1. ελαφρώς υποτιμητική αναφορά σε κάποιο πρόσωπο του οποίου το όνομα δεν αναφέρουμε
  2. αυτός με τον οποίο έχει ερωτική σχέση κάποια
    Και δε μας είπες, ρε παιδί μου, τι γίνεται με τον λεγάμενο;

  Μεταφράσεις

επεξεργασία