λασκάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λασκάρω < (άμεσο δάνειο) βενετική lascar [1] + -ω[2] Συγγενή: ισπανική lascar, ιταλική lascare → και δείτε lasco.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /laˈska.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐σκά‐ρω
Ρήμα
επεξεργασίαλασκάρω, πρτ.: λασκάριζα, αόρ.: λάσκαρα/λασκάρισα, παθ.φωνή: λασκάρομαι[3], π.αόρ.: λασκαρίστηκα[4], μτχ.π.π.: λασκαρισμένος
- (μεταβατικό) χαλαρώνω, ξεσφίγγω, μειώνω το σφίξιμο ή δέσιμο
- ⮡ Θα σπάσει! Λάσκαρε λίγο τα σχοινιά!
- (αμετάβατο) χαλαρώνω
- ⮡ με τον καιρό λασκάρανε οι βίδες
- (μεταφορικά) → δείτε τη λέξη βίδα για την έκφραση:
- ⮡ του έχουν λασκάρει λίγο οι βίδες (έχει παρανοήσει, είναι λίγο τρελός)
Άλλες μορφές
επεξεργασία- λασκέρνω (λαϊκό)
Εκφράσεις
επεξεργασία- αφήνω λάσκο
- (μου έχει) λασκάρει η βίδα
- λασκάρω τα λουριά (μεταφορικά)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ «lascar», σελ.361 - Boerio, Giuseppe (1867) Dizionario del dialetto veneziano (Λεξικό της βενετικής διαλέκτου), Βενετία: G. Cecchini. 3η έκδοση @books.google.
- ↑ λασκάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ χωρίς παθητική - Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).
- ↑ «λασκάρω» (& τύπος -ίστηκα) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)