Ετυμολογία

επεξεργασία
malstreĉi < mal- + streĉi
ρήμα malstreĉi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας malstreĉas malstreĉanta malstreĉata
αόριστος malstreĉis malstreĉinta malstreĉita
μέλλοντας malstreĉos malstreĉonta malstreĉota
υποθετική malstreĉus - -
προστακτική malstreĉu - -

malstreĉi (eo)

Άλλες γραφές

επεξεργασία

malstrecxi, malstrechi, malstrec'i