Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξελασκάρω < ξε- + λασκάρω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kse.laˈska.ɾo/

  Ρήμα επεξεργασία

ξελασκάρω

  1. χαλαρώνω εντελώς
    ξελάσκαρε τη βίδα σε παρακαλώ
    η βίδα έχει ξελασκάρει

  Μεταφράσεις επεξεργασία